- γλακώ
- (-άω)1. τρέχω2. βιάζομαι, εξετάζω κάτι βιαστικά3. γυρίζω, διασκεδάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < εκ + λακώ «τρέχω, τρέπομαι σε φυγή» (πρβλ. γλιστρώ < εκ-λιστρώ, γδέρνω < εκ-δέρω, γδύνω < εκ-δύνω κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλακώ — βλ. λακώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγλακώ — ( έω και άω) γλακώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + γλακώ] … Dictionary of Greek
γλάκημα — και λάκημα, το [γλακώ] φευγιό, φευγάλα … Dictionary of Greek
γλάκι — και γλάκιν και γλάκιο και γλάκιον, το [γλακώ] το τρέξιμο … Dictionary of Greek
λακίζω — (Α λακίζω) [λακίς] νεοελλ. τρέπομαι σε φυγή, λακώ, γλακώ αρχ. 1. σπαράζω, ξεσχίζω («λακισθεὶς ὑπὸ λύκων», επιγρ.) 2. σκίζω 3. σπάζω 4. καταστρέφω 5. (κατά τον Ησύχ.) πιθ. «θωπεύω». [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. λακίζω από μεταπλασμό τού τ. λακώ] … Dictionary of Greek
λακώ — (I) (Α λακῶ, άω) νεοελλ. φεύγω τρεχάτος, τρέπομαι σε φυγή, γλακώ, λακίζω αρχ. διασπώμαι, διαρρηγνύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τη λ. λακίς και με τη λ. λάσκω. Η νεοελλ. σημ. τού λακώ / λακίζω από σημασιολ. εξέλιξη της αρχ. σημ. «διασπώμαι»,… … Dictionary of Greek